- προσθαφαίρεση
- η / προσθαφαίρεσις, -έσεως, ΝΑ [προσθαφαιρῶ]νεοελλ.πρόσθεση ποσών σε λογαριασμό και αφαίρεση άλλωναρχ.αστρον. πρόσθεση ή αφαίρεση ανάλογα με την περίσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσθαφαίρεση — η πρόσθεση και αφαίρεση ποσών σε λογαριασμό: Η προσθαφαίρεση του ίδιου ποσού δε μεταβάλλει το αρχικό ποσό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)